- προστυχων
- προστυχώνpart. к προστυγχάνω См. προστυγχανω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προστυχών — προστυγχάνω obtain one s share of aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προστυγχάνω — ΝΜΑ [τυγχάνω] (η μτχ. αορ. β ως ουσ.) προστυχών, ούσα, όν και προστυχών, οῡσα, όν ο πρώτος άνθρωπος τον οποίο συναντά κανείς, ο πρώτος τυχαίος (α. «το ρεύμα παρέσυρε καθετί το προστυχόν» β. «ὁ προστυχῶν Φρύξ», Ηρώνδ.) αρχ. 1. συναντώ κάποιον… … Dictionary of Greek